Σε μια μεγάλη, δασωμένη ρεματιά, στο Άγιον Όρος, βρισκότανε και η
Καλύβη των Εισοδίων της Θεοτόκου, ένα μικρό φτωχικό κελί, όπου ζούσαν ο
γέροντας ιερομόναχος με τον υποτακτικό του.
Στο
ταπεινό τους προσκυνητάρι έλεγαν ευλαβικά τις προσευχές τους και μονάχα
για τη Θεία Λειτουργία πήγαιναν στον μεγάλο ναό, αρκετά μακριά από το
κελάκι τους, όπου μαζεύονταν όλοι κελιώτες μοναχοί, για να
παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία και να κοινωνήσουν.
Σάββατο απόγευμα ήτανε. Προτού σκοτεινιάσει θα χτυπούσε το σήμαντρο για την ολονύκτια αγρυπνία.
-Μείνε, παιδί μου, εδώ εσύ, είπε ο γέροντας στον υποτακτικό του. Πάω
εγώ μόνος μου στη λειτουργία. Εσύ αποτελείωσε τις δουλειές σου και κάνε
μονάχος σου την ακολουθία με το κομποσχοίνι και την ευχή.
– Να ΄ναι ευλογημένο, γέροντα! Την ευχή σου, είπε το καλογεράκι και ασπάστηκε με σεβασμό το χέρι του γέροντά του.
Έφυγε βιαστικά ο γέροντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου